- περντάχι
- περντάχι, το και μπερντάχι, το(λ. τουρκ.)1. το κόντρα ξύρισμα.2. μτφ., βρισίδι, ξύλο, επίπληξη: Του έδωσε ένα μπερντάχι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.