περντάχι

περντάχι
περντάχι, το και μπερντάχι, το
(λ. τουρκ.)
1. το κόντρα ξύρισμα.
2. μτφ., βρισίδι, ξύλο, επίπληξη: Του έδωσε ένα μπερντάχι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περντάχι — το, Ν βλ. μπερντάχι …   Dictionary of Greek

  • μπερντάχι — και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το 1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα 2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα 3. δριμεία επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”